- χολερικός
- -ή, -ό / χολερικός, -ή, -όν, ΝΑ [χολέρα]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χολέρα (α. «χολερικά συμπτώματα» β. «ξυνέβη ἐμπεσεῑν εἰς πάθεα χολερικὰ ἐκ κρεηφαγίης», Ιπποκρ.)2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από χολέρα3. ως ουσ. άτομο χολερικής ιδιοσυγκρασίαςνεοελλ.φρ. «χολερική ιδιοσυγκρασία» — τύπος ιδιοσυγκρασίας κατά την οποία το άτομο είναι ευέξαπτο και έχει εκδηλώσεις βίαιης και παράφορης συμπεριφοράς.επίρρ...χολερικῶς Αφρ. «χολερικῶς λαμβάνομαι» — προσβάλλομαι από χολέρα (Διογ. Λαέρ.).
Dictionary of Greek. 2013.